- αποδίδω
- κ. -δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω)1. δίνω πίσω, επιστρέφω2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω6. αντικαθιστώ λέξη ή φράση με άλλη συνώνυμή της, ερμηνεύω7. θεωρώ κάτι ως χαρακτηριστικό κάποιου8. καταλογίζω σε κάποιον κάτι9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλομσν.- νεοελλ.1. ανταποδίδω, δίνω ως αντάλλαγμα2. παρέχω σε κάποιον κάτι3. εξαντλούμαι4. καταλήγω, καταντώνεοελλ.1. μεταφράζω2. ερμηνεύω κείμενο μουσικό ή θεατρικόμσν.κληροδοτώαρχ.-μσν.φρ. «ἀποδίδωμι λόγον» — δίνω λόγο, λογαριασμό για κάτιαρχ.Ι. 1. εξηγώ2. βεβαιώνω κάτι3. αυξάνομαι4. επαναλαμβάνομαιII. (-ομαι)1. αναφέρομαι σε κάποιον άλλον όρο2. παραχωρώ, χαρίζω κάτι3. νοικιάζω4. φρ. «ἀποδίδομαι τὴν εἰσαγγελίαν» — δέχομαι δώρα για ν' αποσύρω την καταγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.